- ἀναθεματίσῃ
- ἀναθεματίζωdevote to evilaor subj mid 2nd sgἀναθεματίζωdevote to evilaor subj act 3rd sgἀναθεματίζωdevote to evilfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθεμάτιση — η [αναθεματίζω] ο αναθεματισμός … Dictionary of Greek
ἀναθεματίσηι — ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil aor subj mid 2nd sg ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd sg ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… … Dictionary of Greek